- τεθηπότες
- τέθηπαto be astonishedperf part act masc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
νεβρός — ο (Α νεβρός, ὁ και σπαν. ἡ) το νεογνό τού ελαφιού, το ελαφάκι («νεβρὸν ἔχοντ ὀνύχεσσι, τέκος ἐλάφοιο ταχείης», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. το δέρμα νεογνού ελαφιού («περὶ δὲ τοὺς πόδας τε καὶ τὰς κνήμας πέδιλα νεβρῶν», Ηρόδ.) 2. μτφ. κάθε σύμβολο φόβου και… … Dictionary of Greek
τέθηπα — Α 1. μένω έκθαμβος, μένω κατάπληκτος (α. «τοὺς πλουσίους ἐκπεπληγμένος καὶ τεθηπώς», Πλούτ. β. «τέθηπα ἀκούων», Ηρόδ. γ. «θυμός μοι ἐνὶ στήθεσσι τέθηπε», Ομ. Οδ.) 2. (η μτχ. αορ. και παρακμ.) ταφών και τεθηπώς έκπληκτος, σαστισμένος (α. «ἔστητε… … Dictionary of Greek